- περίογκος
- περίογκος, ον,A of great size, bulky, Arist.Phgn.810b15, Heliod. ap. Orib.44.8.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περίογκος — ον, Α υπέρογκος, υπερμεγέθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὄγκος] … Dictionary of Greek
περίογκον — περίογκος of great size masc/fem acc sg περίογκος of great size neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίογκοι — περίογκος of great size masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιογκούμαι — όομαι, Α [περίογκος] εξογκώνομαι, φουσκώνω … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek